- ριβίνα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φυτολακκίδες τής τάξης καρυοφυλλώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rivina, από το όνομα τού Αugust Rivinus, Γερμανού βοτανολόγου].
Dictionary of Greek. 2013.